Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιληίδας — ἐπιληΐδας , ἐπιληίς obtained as booty fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιληίδες — ἐπιληΐδες , ἐπιληίς obtained as booty fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)